- κοραλλένιος, -ια, -ιο
- κοραλλένιος, -ια, -ιο και κοράλλινος, -η, -ο1. ο κατασκευασμένος από κοράλλια: Αγόρασε κοραλλένιο περιδέραιο.2. ο κόκκινος σαν το κοράλλι: Έχει κοραλλένια χείλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.